Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Ευ-άγγελος

Δεν πρόφτασε η άνοιξη, δεν πρόφτασε να φτάσει.
Η τρικυμία σε έκλεισε
κι η νεροποντή σε λύγισε, αντί να σε λυτρώσει.
Γιατί ποιος σε ρώτησε, αν ζητούσες καταιγίδες;
Και μείναμε εδώ οι άναυδοι
να βουρκώνουμε τη νύχτα.
Και μείναμε εδώ οι άναυδοι·
ορδή λιθοβολιστών, απέναντι στους
λιθοβολιστές σου.
Ορδή υποκριτών.
Αρνητές τους αίματος- αρνητές της θυσίας σου.
Ιούδες των Ιούδων σου- και των δικών μας.
Και σε λίγα πρωινά -σε λίγα πρωινά που δεν τα πρόφτασες,
θα φτάσει η άνοιξη.
Θα βγει ο ήλιος.
 Και κάποιος οργισμένος τιμωρός, θα ξεχάσει το όνομα σου.
Γιατί δεν το χάραξε στην πέτσα του.
Μονάχα το φώναζε, καθώς χιμούσε κάπου...
Κι έτσι, με την άνοιξη, θα πιάσει ο κύκλος ξανά…


-Αφιερωμένο στον Βαγγέλη….
Και στην βία- απ’ όπου κι αν προέρχεται…
Και σε όλους μας….

~ Copyright © Maria Nikolopoyloy ~ All rights reserved,

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Σκέψεις  και θλίψη για μια γενιά που χάνεται στα μίση

Δεν είναι λίγες οι κουβέντες που έχουν γίνει το τελευταίο διάστημα για έννοιες όπως ο ρατσισμός και η βία, ο εθνικισμός και ο πατριωτισμός η ξενοφοβία και η ξενολαγνία.  Και είναι αναμενόμενο σε μια Ελλάδα που το 8% των πολιτών της υποστηρίζει κόμματα φασιστικών κατευθύνσεων και τάσεων όπως πλέον έκδηλα και απροκάλυπτα φανερώνουν τα μέλη του κόμματος της Χρυσής Αυγής.
Είναι όμως εκείνη η μία και μοναδική στιγμή που σκάει σαν χαστούκι και αποπειράται να αφανίσει κάθε ελπίδα από τις βλέψεις και τις ελπίδες για το μέλλον. Μια τέτοια είναι να διαβάζεις μηνύματα μίσους και βίας από νέους ανθρώπους, ανθρώπους που τώρα ξεκινούν την ενήλικη-αυτόνομη (; ) ζωή τους. Μηνύματα που με αφορμή περιστατικά βίας –όπως η δολοφονία του ζευγαριού στην Ακτη Νηερέως Αλιβερίου από αλλοδαπό δράστη- ποτίζουν και θεριεύουν τη βία και το μίσος ευχόμενοι και παροτρύνοντας συνανθρώπους και συμπολίτες τους να κατακρεουργήσουν όλους τους αλλοδαπούς, όλους τους μετανάστες στολίζοντας τις δύο αυτές λέξεις με διάφορα κοσμητικά που μόνο δεν κοσμούν την γλώσσα και τον νου που τις παράγει.
Ο λαός μας λοιπόν φοράει με καμάρι το γαλόνι του «ανεπίδεκτοι μαθήσεως» και εξακολουθεί να αγνοεί επιδεικτικά την ιστορία του. Ξεχνάει τα αίτια και τα συμβάντα του εμφυλίου που ακολούθησαν τη «μαύρη» ναζιστική κατοχή του 40 και αφήνει ένα σύστημα πιο σαθρό κι από το πιο σαρακοφαγωμένο ξύλο να τον άγει και να τον φέρει, ώστε 60 χρόνια μετά τους Ναζί να φέρνει στην εξουσία τους νέο-Ναζί, γιατί έτσι θα πάει μπροστά η πατρίδα! «Γιατί φταίνε οι μετανάστες για την κατάντια μας!», φωνάζουν οι ακροδεξιοί. Και «γιατί φταίνε οι φασίστες και το ο καπιταλισμός!», φωνάζουν οι αριστεροί. Κι ορδές ο λαός φοράει τη στολή που του ταιριάζει και που τον βολεύει και σαν υπάκουος στρατιώτης μπαίνει στη γραμμή και ετοιμάζεται να κατασπαράξει τον απέναντι του σαν καλός κανίβαλος για να πάει μπροστά ετούτος ο πονεμένος τόπος.
Κι ο Σωκράτης ο πατέρας της κριτικής σκέψης τραβάει τα μαλλιά του. Ο Αριστοτέλης τραβάει γένια του κι αγκαλιά με τον Πλάτωνα κλαίνε και οι τρεις για την κατάντια ενός λαού πολλά υποσχόμενου πριν κάμποσα χιλιάδες χρόνια. Κι εμείς έχουμε το θράσος να κοιτάμε τα παιδιά στα μάτια και να γαλουχούμε μια κοινωνία μίσους κι εκδίκησης, μετάγγισης ευθυνών και πάλης για το ποια ορδή θα υπερισχύσει ξεχνώντας το βασικότερο όλων. Πως ένα σύστημα έχει σαν σκοπό τη ευημερία των πολιτών, τη δημιουργία συνειδήσεων καθαρών και κοινωνιών με χορτάτο νου εκτός από στομάχι. Χορτάτο όχι ψέματα και πάθη αλλά αλήθειες και αξίες που πέρασαν στα περασμένα τεύχη της μόδας της ανθρωπότητας.
Λαός που δεν θυμάται την ιστορία του είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει. Τα σοφά ελαφρώς παραλλαγμένα λόγια του Santayana θα μπορούσαν να αποτελούν τη σύντομη περιγραφή του λαού μας. Σαν να μην θυμόμαστε λοιπόν την κατοχή του 40 και τα παγκόσμια εγκλήματα του ναζισμού, ξεχνώντας τον εμφύλιο και την πολύ πιο πρόσφατη Γιουγκοσλαβία, πορευόμεθα χαρούμενοι και αγριεμένοι σε μια τραγική επανάληψη του παρελθόντος. Για άλλη μια φορά κρεμάμε με καμάρι τις σημερινές ταμπέλες που τόσο αριστοτεχνικά μας έπλεξε το σύστημα και παίρνουμε φόρα να χτυπήσουμε. Ποιον; Όχι αυτόν που θα έπρεπε. Αντί να αντιταχθούμε στο πολιτικό σύστημα που μας έφερε εδώ, αντί να αντισταθούμε στην καθημερινή καταπάτηση κάθε αξίας και κάθε συνταγματικού δικαιώματος γυρνάμε την κάννη μας προς τον απέναντι συμπολίτη με την διαφορετική ιδέα. Διαλέγουμε τη μάγισσα που συμπαθούμε λιγότερο και βάζουμε στο κυνήγι της όλη την οργή μας, όλο το άχτι μας. Και ψευδόμαστε ασυστόλως στην εναπομένουσα κριτική μας σκέψη και της παπαγαλίζουμε το παραμύθι που μας ψιθυρίζουνε κι εμάς. «Έτσι θα φτιάξουν όλα! Έτσι!»
Κι έτσι αριστεροί και δεξιοί, αναρχικοί και αντιρατσιστές, ρατσιστές διεθνιστές και αντιφασίστες υψώνουμε τα λάβαρα του μίσους και το σπέρνουμε σε όποιο πρόσφορο έδαφος πετύχουμε. Και τα αποτελέσματα σίγουρα και με εγγύηση. Βία και πόνος. Νεκροί πολίτες από τα χέρια μεταναστών, μετανάστες νεκροί από τα χέρια ρατσιστών, αντιφασίστες φοιτητές νεκροί από ακροδεξιούς και ακροδεξιοί νεκροί από αντιφασίστες. Και μίσος που απλώνει και απλώνει και φαύλος κύκλος που καταπίνει και το τελευταίο νου που λειτουργεί ακόμα, έστω και λίγο, αυτόνομα. Κι οι εκάστοτε ορδές οργίζονται με τον εκάστοτε εχθρό, ενώ ο μεγάλος εχθρός έχει ήδη διεισδύσει στα βαθύτερα κομμάτια του νου και της ψυχής μας.
Και αρνούμαστε όλοι να συνειδητοποιήσουμε το μάθημα που παίρνουμε κάθε φορά με τόσο βίαιο τρόπο. Πως είμαστε όλοι άνθρωποι. Με τα πάθη και τα λάθη μας με τα παραπλανημένα ο καθένας από την ιδεολογία-φυλακή μυαλά μας, με τον εγωισμό που μας εμποδίζει να δεχτούμε ότι μπορεί κι εμείς κάπου εκεί στο βάθος να είμαστε λιγάκι λάθος. Με την πίστη ότι εμείς οι όμοιοί μας κι όσοι η ιδεολογία μας υπερασπίζεται είμαστε οι εκλεκτοί και οι άξιοι προστασίας κι όλοι οι άλλοι έχουν αξία μικρότερη από εμάς. Αξία μικρότερη του ανθρώπου. Κι ο κανίβαλος ορμά και βασανίζει, βρίζει, μειώνει, κυνηγά, σκοτώνει.
Σαν εγγόνια και δισέγγονα μεταναστών, σα θύματα της ναζιστικής βίας του ’40, σαν απόγονοι των μαχόμενων «αριστερών» και «δεξιών» του εμφυλίου πρέπει να ντρεπόμαστε βαθύτατα που έφτασαν εδώ τα πράγματα. Η Ελλάδα αγριεύει. Οι Ορδές της φουντώνουν αυξάνουν και πληθύνονται. Τα μαχαίρια ακονίζονται για δεύτερη φορά και η ατμόσφαιρα μυρίζει ήδη την επικείμενη ειρωνεία της μοίρας. Ανοίξτε λοιπόν τα μάτια και τα αυτιά σας και δείτε γύρω σας ανθρώπους. Όχι ταμπέλες. Μπορεί η συνείδηση και η ψυχή να μην είναι στο φετινό πολιτικό μανιφέστο, αλλά είναι το μόνο που μας έμεινε. Μην τα θανατώνετε τόσο απερίσκεπτα με μίσος γιατί ίσως είναι η μόνη μας ελπίδα για το μέλλον.
Με λύπη μου –και γνώση του κατατρεγμού που θα υποστώ από το σύνολο των θιγόμενων ορδών-  κλείνω με 1 τραγούδι. Ακούστε τα με ανοιχτό νου και αυτιά, μα πάνω απ’ όλα με ανοιχτές ψυχές:http://www.youtube.com/watch?v=p4LN5obGRDw

Ήταν οι πόρτες μου δίχως μπαχτσέδες και μεντεσέδες κρατάνε τη γη 
Γίναν οι φτέρνες μου σαν τροχαλίες και στον κουβά τους αράζεις εσύ 
Αλλάζεις συχνά κάθε τόσο στολή, αλλάζεις οσμή, αλλάζεις σασί 
Και η ελπίδα μας έχει θαφτεί σαν το Ντορή μες στο παχνί. 

 Πάγωσε η ψείρα μου και παραπαίουσα, μ ένα τικ-τακ μου ματώνει τ αυτιά 
Όλα με πρόγραμμα, όλα στο σχέδιο, πρωτοκολλήσαμε τον έρωτα 
Και θες να πετύχω με μια μπαταριά, χίλια φλουριά, χίλια φλουριά 
Για να σου χαρίσω μαντάτα καλά, να χεις αγάπη μου λεφτά. 

 Ποντικοφάρμακο για τους μεγάλους και μουρουνόλαδο για τα παιδιά 
Κι έπλεξες σώβρακα για τους φαντάρους και θυσιάστηκες πατριωτικά 
Σου στέλνω μήνυμα μ ένα ταμ-ταμ να μαγειρεύεις με βιτάμ 
Κι ήσουνα γόησσα κι έκανες μπαμ, γι αυτό σε ψάχνω στα χαμάμ. 

Άδειο το βλέμμα σου, κούφιες οι ώρες μας, στα ενυδρεία σε χώσαν ζωή 
Συνηθισμένοι καθένας στο ρόλο του, κι η φαντασία μας έχει χαθεί. 
Την ξεπουλήσαμε στο γιουσουρούμ, για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ 
Την ξεπουλήσαμε στο γιουσουρούμ, για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ. 

 Μια διαδήλωση, δέκα μικρόφωνα και τα μεγάφωνα στη διαπασών 
Χιλιάδες δίποδα με μαγνητόφωνα κι έχουν λουστεί με την ίδια λοσιόν
Ξεπουληθήκατε στο γιουσουρούμ, για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ 
Κι ο εαυτούλης σας πέταξεβζουμ, ταρατατατζούμ, ταρατατατζούμ. 

Ω, εποχή μου θυμίζεις τον Καίσαρα κι οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν 
Κι όσο γερνώ μπουσουλώ με τα τέσσερα, τα τροχοφόρα με προσπερνούν 
Φεύγω και πάω να βρω στο Μπανγκόκ το σύντροφό μου τον Κινγκ-Κονγκ 
Μες στο μυαλό μου βαράνε τα γκογκ, μοιάζω με μπάλα του πινγκ-πονγκ. 

 Μας εκτελούνε με σφαίρες ντουμ-ντουμ, σφαίρες ντουμ-ντουμ, σφαίρες ντουμ-ντουμ 
Κι εμείς ξεπουλιόμαστε στο γιουσουρούμ, ταρατατατζούμ, για ένα κουστούμ.



Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Προραφαηλίτες

Προραφαηλίτες. Ζωγραφική που ταξιδεύει σε χρόνους και σύμπαντα αλλοτινά. Μύθοι και φύση, μα πάνω απ'όλα αποτύπωση μιας ομορφιάς μοναδικής κι αλλόκοσμης. Μια οπτική ηδονή σε κάθε λεπτομέρεια κάθε πίνακα και πάνω απ' όλα ενα ταξίδι που αξίζει να μοιραστούμε!


Wiliam Holman Hunt, "Η Ισσαβέλλα και η γλάστρα με τον βασιλικό"

John Everett Millais, "Autumn leaves"

Άλλος ένας υπέροχος Millais, "Chill October"



"Οφηλία", ένα κλασικό προραφαηλήτικο θέμα, του Sir John Everett Millais. Συγκλονιστικός πίνακας με το πρόσωπο της Οφηλίας να τα λέει όλα.

"Ο Ύλας και οι Νύμφες" του πτοσωπικά αγαπημένου μου, John Wiliam Waterhouse.

Ακόμη ένας Waterhouse, ακόμη μια "οφηλία".

Ξανά ο αγαπημένος Waterhouse. "Ο Ύλας και οι νύμφες."

Rosseti, "Alexa Wilding"

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013



Νύχτες του 12

Κάτι βραδιές σκοτεινές και γυμνές
γεμάτες με θέλω και πνιγμένες φωνές,
κάτι βραδιές που κι οι φίλοι είναι λίγοι.

Τα ποτήρια μικρά τα τσιγάρα βαριά
και μια δίψα που αχόρταγα καίει
λαιμούς και καημούς
και ο νους ένα κρίμα που για πάρτη μας κλαίει.

Κάτι νύχτες πηχτές με ταγκές μυρωδιές
από ξενύχτια και μπαγιάτικα δάκρυα.
Τα φεγγάρια γυρτά και τ’ αστέρια σβηστά
σ’ ένα στερέωμα μ’ απότομα βράχια.

Οι πνοές οι κοφτές σαν σπασμένες χορδές
από ξεχαρβαλωμένα δοξάρια και πέρα
ως το τέρμα του βγες
της κραυγής οι πηγές άκαμπτα κι αμίλητα στέρνα.

Στου καιρού τις προβιές οι σχισμένες ευχές
μιας λινάτσας με όμορφο σχήμα.
Σα μετάξι παλιό του σκαριού το πανί
ονειρεύεται τ’ ατέρμονο κύμα.

~ Copyright © Maria Nikolopoyloy ~ All rights reserved,

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

Η μαγική στιγμή του Φεγγαριού


Ήταν εκείνη η ώρα που τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος παίρνουν να σκουραίνουν. Εκεί που ψυχραίνει το μπλε του ουρανού, το μοβ του σύννεφου. Εκεί που το ασημόλευκο του φεγγαριού δειλά δειλά κάνει την εμφάνισή του, χαιρετώντας τον ήλιο καθώς χάνεται στη θάλασσα. Λίγοι γνωρίζουν το μυστικό αυτής της ώρας. Λίγοι έχουν ανακαλύψει την μαγική της αύρα.

Η Νιόβη ξαπλωμένη στον πέτρινο τοίχο του παλιού κάστρου περίμενε υπομονετικά. Με το βλέμμα καρφωμένο στον ήλιο, που όλο και βυθιζόταν στα ήσυχα νερά του κρητικού πελάγους, περίμενε.
Βλέποντας και τις τελευταίες αχτίδες να χάνονται ανακάθισε γρήγορα και με διψασμένα μάτια κοίταξε γύρω της. Άκουσε γύρω της. Μύρισε γύρω της. Σήκωσε σιγά σιγά τα χέρια και ένοιωσε το χάδι του αέρα. Έγλειψε το κάτω χείλος της και γεύτηκε το αλάτι της θαλασσινής αύρας. Αφέθηκε με όλες της τις αισθήσεις στο αλλόκοσμο. Οι θόρυβοι χάθηκαν αφήνοντας τους ήχους της νύχτας, να πάρουν τη θέση τους για λίγα μαγικά λεπτά. Το θρόισμα των φύλλων στα αρμυρίκια, το περιστασιακό κελάηδισμα κάποιου μακρινού πουλιού. Η ρήγμινα της θάλασσας να κρατάει το ρυθμό... Μια απαλή αύρα σήκωσε τα φθινοπωρινά πεσμένα φύλλα που χορέψανε νωχελικά μαζί της στη μαγική μουσική. Και το φεγγάρι, δυνατότερο κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, έγινε η μοναδική πηγή φωτός στο έρημο κάστρο. Ένας μόνος προβολέας στην σκηνή αρχαίου θεάτρου.

Η Νιόβη σιωπηλή, όσο πιο σιγά και αθόρυβα μπορούσε, κατέβηκε από τον τοίχο. Τα πόδια της δεν έβγαλαν κανέναν ήχο όταν πάτησε στη γη. Ευλαβικά σχεδόν ύψωσε τα μάτια της στον ουρανό. Στο φεγγάρι. Και Εκείνο, για άλλη μια φορά, της χάρισε αυτό που του ζητούσε. Μέσα στα φύλλα που χορεύανε με την υπόκρουση της συμπαντικής μουσικής, κάτω από το φως του φεγγαριού και με τη ρήγμινα να της δίνει τον ρυθμό, με τη γεύση του αλατιού και το άρωμα νυχτολούλουδου και θάλασσας, η Νιόβη, όπως κάθε βράδυ, υψώθηκε λίγα χιλιοστά πάνω από το έδαφος και χορεύοντας κατέβηκε τις αρχαίες πέτρες. Με τους ψιθύρους από τις φωνές του παρελθόντος και το απαλό χάδι του φεγγαριού πέταξε από το κάστρο. Τα κατάμαυρα μαλλιά της ανέμιζαν γύρω της απαλά και το ολόλευκο φόρεμα κυμάτιζε γύρω από τους αστραγάλους της ενώ εκείνη λικνιζόταν στο ρυθμό του σύμπαντος. Μια λευκή οπτασία σε φόντο μαύρου σχεδόν ουρανού.

Κι έτσι, όσο μαγικά και ήσυχα άρχισε τόσο μαγικά και ήσυχα τέλειωσε. Το φεγγάρι την άφησε να πατήσει ξανά στο έδαφος, μόλις εκείνη πέρασε και την τελευταία αρχαία πέτρα. Η βαρύτητα την ξύπνησε. Την έκανε να ανοίξει τα μάτια. Στράφηκε και κοίταξε το κάστρο, που στεκόταν μεγαλοπρεπώς πάνω από τη θάλασσα. Και κάπου στα δεξιά του τελευταίου του πύργου, μια φλούδα ασημένιου φεγγαριού στόλισε τη μνήμη της με μια από τις πιο όμορφες εικόνες. Ψελλίζοντας το συνηθισμένο της ευχαριστώ γύρισε την πλάτη της και ξεκίνησε να βαδίζει προς την πόλη, ενώ οι θόρυβοι γύρω της ξυπνούσαν ξανά. Ταπ, ταπ, ταπ, τα βήματα της...

~ Copyright © Maria Nikolopoyloy ~ All rights reserved, 

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Οι πεταλούδες στο σκοτάδι


Το κορίτσι είχε καρφώσει το βλέμμα του στον νυχτερινό ουρανό, ακριβώς μπροστά από το φως του προβολέα, που καρφωμένος στον εξωτερικό τοίχο του κτιρίου φώτιζε όλων των ειδών τα έντομα να χορεύουν. Της θύμιζαν κλωστές από φωτιά που στριφογύριζαν και πετούσαν σε ακανόνιστες ελικοειδείς πορείες. Τα έντομα φαίνονται τόσο όμορφα το βράδυ. Με την μουσική υπόκρουση του μαγαζιού έξω από το οποίο καθόταν έμοιαζε με μια υπέροχη , καλοστημένη παράσταση απ' τους πιο φίνους χορευτές.
Πολλές φορές αναρωτιόταν μήπως το φως της μέρας παραπλανούσε και της φαίνονταν τόσο πιο τρομακτικά, όχι μόνο τα έντομα, μα τα πάντα. Και τη νύχτα με τα διάφορα τεχνητά, αδύναμα σε σχέση με το φως του ήλιου φώτα και το πυκνο σκοτάδι γύρω τους, παίρναν την πραγματική τους μορφή. Τόσο πιο ακανόνιστη και συγκεχυμένη. Τόσο πιο προσιτή κι απρόσιτη μαζί. Την προτιμούσε τελικά τη νύχτα. Αγαπούσε το φεγγάρι και τ' αστέρια. Το ημίφως και το μυστήριο του παραπέρα.
Πάντα αυτό την κέντριζε στη νύχτα. Τι να υπάρχει παραπέρα στο σκοτάδι. Εκεί που δε φτάνει κανένα φως. Πάντα πίστευε πως χωρίς σκοτάδι δεν υπάρχει φως κι όχι χωρίς το φως σκοτάδι. Πως το σκοτάδι δημιούργησε το φως για να κρύβεται πίσω του. Να λουφάζει εκεί που εκείνο δεν το φτάνει και να ηρεμεί. Να παίρνει την πραγματική του μορφή και να χαζεύει το τίποτα και το πάντα. Έτσι και το κορίτσι. Λούφαζε εκεί που δεν το έφτανε κανείς, έπαιρνε την πραγματική του μορφή και αγνάντευε το τίποτα και το πάντα. Έκατσε στην ίδια θέση ώρα πολλή βλέποντας τον όμορφο χορό να ξεθωριάζει με το πρώτο φως της μέρας. Κοίταξε απογοητευμένη τον ήλιο που ανέτειλε, ενώ όλα γύρω της ξαναγίνονταν συγκεκριμένα και δυσπρόσιτα.
Σαν απόρθητα κάστρα που την αποκάρδιωναν, που της σκότωναν και την παραμικρή ελπίδα να τα πλησιάσει και τη χλεύαζαν. Τα τσιμεντένια κτίρια, το έρημο πια μπαράκι στην άκρη της παραλίας λίγα μόλις μέτρα από το νερό, τα αλμυρίκια που μειδίαζαν θα έλεγες κουνώντας νωχελικά τα κλαδιά και τα φύλλα τους στην πρωινή αύρα, τα παγκάκια από κάτω τους στολισμένα με άδεια κουτάκια μπύρας κι αποτσίγαρα, που άφησαν οι βραδινοί τους επισκέπτες, το λιμάνι ακριβώς απέναντι με τα ψαροκάικα και τα ιστιοφόρα των παραθεριστών... Όλα την έδιωχναν. Της φώναζαν να φύγει μακριά τους. Της τραγουδούσαν χαρούμενα πως δεν τα άντεχε στο φως της μέρας και την έσπρωχναν- θα ορκιζόταν πως την έσπρωχναν - μακριά.
Σηκώθηκε βιαστικά και τα χαλίκια έτριζαν κάτω από το γοργό της βάδισμα. Σε λίγο βρισκόταν στο σπίτι της. Εκεί βασίλευε ησυχία και σκοτάδι. Κανείς δεν ήταν ακόμη ξύπνιος για να ανοίξει τα παντζούρια και να αρχίσουν οι γνώριμοι ήχοι του σπιτιού. Γλίστρησε αθόρυβα στο δωμάτιο της και χώθηκε κάτω από το λεπτό σεντόνι της κοιτώντας εκνευρισμένη μια μικρή αχτίδα φωτός που πάρα τα ερμητικά κλειστά παραθυρόφυλλα και τις βαριές, σκούρες κουρτίνες κατάφερνε να τρυπώσει στο χώρο της και να τον βεβηλώσει. Να πληγώσει το πολύτιμο σκοτάδι της. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να αδειάσει το μυαλό της από τις σκέψεις που την απασχολούσαν. Κι από εκείνες τις οποίες δεν τολμούσε καν να παραδεχτεί, μα συνεχώς της ψιθύριζαν στο αυτί πόσο δειλή ήταν. Πόσο τη βόλευε να μένει στο σκοτάδι. Πόσο το σκοτάδι φοβότανε το φως. Πόσο στο σκοτάδι βασίλευε στο τίποτα κι όχι στο πάντα. Πόσο πιο όμορφες ήταν οι πεταλούδες στο φως.

~ Copyright © Maria Nikolopoyloy~ All rights reserved

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

moon and stone



~ Copyright © Maria Nikolopoyloy ~ All rights reserved, 

Οι χειμώνες μας

Οι χειμώνες μας

Κάθε βράδυ βροχοτράτηδες χειμώνες μας στενεύουνε στις μοίρες,
του ταξιδιού τις μοίρες-τις μοίρες του γραμμένου.
Με τ'αστέρια στις ατένες να ατενίζουν τις καρδιές,
με τις καρδιές στα στήθη να σφίγγγουν σαν περόνη
και την περόνη να ενώνει κούφιες αέρινες πομπές.
Πομπές που κόκκινες πορεύονται στη Δύση
που άλλοτε μικρές κι αλλόφρονες αναζητούσαν λύση
και πια η πίστη τις στήνει στις κολώνες.
Και πια η πίστη μωβίζει,χάνεται μες στις ανεμώνες...
Κι όλο φτερά κι όλο σκαριά κι όλο όνειρα τελώνες,
να ζητάνε τους βαθείς, τους απάτητους καημούς, τους χρυσαφένιους μόχθους .
Και τα φεγγάρια να κηνυγιούνται με τους ήλιους
καθώς οι άνθρωποι ζητάμε μοναχά φωτισμένους ουρανούς
και γλυκαναστημένους πόθους ...

~ Copyright © Maria Nikolopoyloy ~ All rights reserved

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Black Swan



~ Copyright © Maria Nikolopoyloy~ All rights reserved, 

Ώσπου τα μάγια να λυθούν

              Ώσπου τα μάγια να λυθούν
Μια ασημένια σκιά, κυνήγι παίζει με μια μαύρη.
Κι όλο αλλάζει κι όλο χάνεται στις δίνες του νου
σ'ενα πλέγμα όλο αλλιώτικα αλλιώς και παχύ ουρανού.
Κι εσύ στη μέση να κοιτάς τους πέντε δρόμους,
με λύπες γλυκές και χαρές πιο πικρές,
με Θείες νοσταλγίες, χάζι να κάνουμε από πάνω
 του κόσμου τις αργίες.
Κι όπου το βλέμμα σου καθίσει αλλάζει η ουσία...
Παρούσα στο ποτέ στο πάντα και στο πότε.
Με ερωτηματικό μεγάλο,κεφαλαίο αυτό το μικρό,
το μικρότατο το πότε.
-Πότε?
-Ως τότε που τα μάγια θα λυθούν...

~ Copyright © Maria Nikolopoyloy ~ All rights reserved